Έκδοση της Επιτροπείας των Τοπωνυμίων της Ελλάδος το 1920 που επιμελήθηκε ο πρόεδρος της Επιτροπής Νικόλαος Γ. Πολίτης. Στην έντυπη αυτή έκδοση της Επιτροπής παρουσιάζεται το σκεπτικό σύστασής της, όπως αναλύεται στην εισηγητική έκθεση του υπουργού Εσωτερικών Ν. Δ. Λεβίδη, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 125/1909. Ταυτόχρονα όμως στο σύντομο εισαγωγικό σημείωμα αποτυπώνονται οι αλλαγές στη λειτουργία της μετά το θάνατο ή την παραίτηση κάποιων μελών της Επιτροπής, καθώς και μια πρώτη αποτίμηση του έργου της. Όπως σημειώνεται σε αυτή, η Επιτροπή τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της δεν επέδειξε ιδιαίτερο έργο. Ο πρόεδρός της αναγνώριζε ότι «το έργον της συνίστατο εις ακάρπους μελέτας και συστάσεις περί μεταβολής τοπωνυμιών μη εκτελουμένας». Αρχικά, η διοικητική μεταρρύθμιση του 1912, την έθεσε ουσιαστικά στο περιθώριο, καθώς το ζήτημα των μετονομασιών μεταβιβαζόταν στα κατά τόπους Κοινοτικά και Δημοτικά Συμβούλια. Πιο συγκεκριμένα, το 1912, ο Νόμος ΔΝΖ΄ «περί συστάσεως Δήμων και Κοινοτήτων» επέφερε θεμελιώδεις μεταβολές στη δημοτική οργάνωση της χώρας αλλά και στον τοπωνυμικό χάρτη. Οι πρωτεύουσες των Νομών και οι πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο των δέκα χιλιάδων κατοίκων θα αποτελούσαν Δήμους, ενώ οι μικρότερες πόλεις, οι κωμοπόλεις, τα χωριά και οι μικρότεροι συνοικισμοί θα σχημάτιζαν Κοινότητες (ΦΕΚ 58/1912).
Η διοικητική αυτή αλλαγή διέλυσε τους Δήμους που είχαν συγκροτηθεί μετά το 1833 και συγκρότησε κοινότητες, επιτρέποντας να αναδυθεί στην επιφάνεια του διοικητικού χάρτη το σύνολο των ξενόγλωσσων ή κακόφωνων τοπωνυμίων. Ένα από τα πρώτα καθήκοντα των νέων Δημοτικών και Κοινοτικών Αρχών ήταν η επιλογή νέου ονόματος. Η ανταπόκριση των Δημοτικών και Κοινοτικών Συμβουλίων ήταν εντυπωσιακή∙ τα «βάρβαρα ή άσημα» ονόματα των χωριών αντικαταστάθηκαν από γνωστότερα ή «τουλάχιστον αρχαία». Στην εξέλιξη αυτή αντέδρασε η Επιτροπή, τονίζοντας την ανεπάρκεια των τοπικών αρχών ως προς τα επιστημονικά τους εφόδια, αλλά και τις αναπόφευκτες τοπικιστικές διαφωνίες γύρω από αρχαιοπρεπή ονόματα. Υπό την πίεση αυτή, πιθανότατα και από τα πολλαπλά προβλήματα της νέας διαδικασίας, το Υπουργείο των Εσωτερικών τροποποίησε τον Νόμο ΔΝΖ΄, διασφαλίζοντας την εποπτεία της Επιτροπής επί των διαδικασιών μετονομασίας (ΦΕΚ 67/1915).
Στο κείμενο του Νικόλαου Πολίτη δημοσιεύονται οι προτάσεις και οι αποφάσεις της Επιτροπής ως προς τα αιτήματα μετονομασίας των Κοινοτήτων. Το κείμενο αυτό φανερώνει τους αργούς ρυθμούς λειτουργίας της Επιτροπής, εφόσον κάθε γνωμοδότηση στηριζόταν σε ενδελεχή έρευνα και την επιθυμία το νέο τοπωνύμιο να προέρχεται από την ταύτιση της αρχαίας με τη νεότερη γεωγραφία, κάτι όμως που αποδείχτηκε ανεφάρμοστο, σε αρκετές περιπτώσεις. Η Επιτροπή είχε αυστηρά γνωμοδοτικό χαρακτήρα, κρίνοντας, κάποιες φορές αρνητικά, τις προτάσεις των Δημοτικών και Κοινοτικών Αρχών. Τα κυρίαρχα κριτήρια για την αποδοχή μιας πρότασης ήταν η «ελληνικότητα» και η «ιστορικότητα» αυτής, με στόχο τα νέα ονόματα να ήταν «εύηχα», «εύφωνα», «ελληνικά» και όσο το δυνατόν «ασυνήθιστα». Η έννοια της «ευφωνίας», στο πλαίσιο της εποχής, συσσωμάτωνε ό,τι θεωρούνταν εθνικά ωφέλιμο και απέρριπτε ως «κακόηχο» ό,τι παρέπεμπε σε αντιτιθέμενες ή αποκλίνουσες εθνικές και γλωσσικές παραδόσεις. Στο τέλος της μελέτης του Ν. Γ. Πολίτη παρατίθεται πλήρης κατάλογος των μετονομασιών που είχαν εγκριθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή από την Επιτροπή, ανά νομό καθώς και το ΦΕΚ που δημοσιεύθηκαν.
1920
Αθήνα
Ν. Γ. Πολίτης, Γνωμοδοτήσεις περί μετονομασίας συνοικισμών και κοινοτήτων. Εκδιδομέναι αποφάσει του Υπουργείου των Εσωτερικών, Αθήναι, Τυπογραφείο Δημητρίου Μ. Δελή, 1920.