Ο Κ. Γεραγάς, διευθυντής Εσωτερικών της Γενικής Διοικήσεως Θράκης, ο Δ. Καραχάλιος, δημοσιογράφο και ο Γ. Λαμπουσιάδης, καθηγητής, αποτέλεσαν την τριμελή Επιτροπεία που ανέλαβε το έργο της μετονομασίας των συνοικισμών των Νομών Αδριανουπόλεως, Σαράντα Εκκλησιών, Ραιδεστού, Καλλιπόλεως, Έβρου και Ροδόπης. Στις 17 Αυγούστου του 1921 υπέβαλαν στον Χαράλαμπο Βοζίκη, υπεύθυνο υπουργό της Πολιτικής Διοίκησης Θράκης, το σύνολο των μετονομασιών των συνοικισμών των παραπάνω Νομών. Τον κατάλογο των μετονομασιών συνόδευε μια εξασέλιδη εισηγητική έκθεση με τίτλο «Έκθεσις της επί αλλαγής των τοπωνυμίων Θράκης Επιτροπείας» όπου εξηγούσαν το σκεπτικό τους, τον τρόπο που εργάστηκαν και παρουσίαζαν το αποτέλεσμα της εργασίας της επιτροπής τους.
Σύμφωνα λοιπόν με την Έκθεση, στόχος, της επιτροπής ήταν η σύνταξη μιας ολοκληρωμένης πρότασης αντικατάστασης του συνόλου των υφιστάμενων τοπωνυμίων ώστε «να ανταποκρίνονται στο μέτρο του εφικτού στην ιστορική ακρίβεια των πόλεων, κωμοπόλεων και χωριών». Τα νέα ονόματα επιλέχτηκαν από την αρχαία και τη βυζαντινή γεωγραφία όχι μόνο στις περιπτώσεις όπου επιβεβαιώθηκε η ταύτισή τους με την νεότερη, αλλά και στις περιπτώσεις που ήταν γνωστό μόνο το αρχαίο τοπωνύμιο αλλά όχι η ακριβής του θέση. Σε κάποιες περιπτώσεις, πόλεων κυρίως, διατηρήθηκε το νεότερο ελληνικό όνομα και δεν αντικαταστάθηκε από το αρχαίο, μιας και είχε ήδη χρησιμοποιηθεί στις εμπορικές δραστηριότητες που είχαν αναπτυχθεί με τον ευρωπαϊκό χώρο: η Ραιδεστός και η Ξάνθη συγκαταλέγονταν στην παραπάνω περίπτωση.
Όταν εξαντλήθηκε ο περιορισμένος κατάλογος των «παλαιών ελληνικών» τοπωνυμίων, τα μέλη της επιτροπής κατέφυγαν σε ονόματα «εύηχα, ελληνικά και ολιγοσύλλαβα», τα οποία θα μπορούσαν να τα προφέρουν οι μη ελληνόφωνοι κάτοικοι των χωριών. Επιλέχτηκαν ονόματα από το φυσικό περιβάλλον (Λαγγάδι, Βάλτος, Βρύση), από τα τοπικά προϊόντα: (Μηλιά, Αμυγδαλιά) και από τα επαγγέλματα των κατοίκων: Ψαθάδες, Μεταξάδες. Παράλληλα δεν έλειψαν οι μεταφράσεις των υπαρχόντων τουρκικών τοπωνυμίων στα ελληνικά (Παυλή Κιόι σε Παυλοχώρι, το Σαραϊλή σε Παλάτι). Τα μέλη της επιτροπής όμως αναζήτησαν και άλλες, λιγότερο τεκμηριωμένες επιστημονικά λύσεις, όπως την παραφθορά των τουρκικών τοπωνυμίων σε ελληνικά, την οποία ανήγαγαν σε «μέθοδο παρήχησης και αλλαγής των τοπωνυμίων». Ουσιαστικά έλαβαν υπ’ όψιν τους την ομοιότητα των φθόγγων αλλάζοντας το Αχριβέν σε Αχριβάνη, το Δομπάν σε Δόμπανο. Η λύση αυτή είχε το πλεονέκτημα, όπως σημείωναν στην έκθεσή τους, οι κάτοικοι να συνηθίσουν ευκολότερα και να χρησιμοποιήσουν τα νέα ονόματα, μιας και έμοιαζαν με τα προϋπάρχοντα.
Στον επίλογο της εισηγητικής έκθεσης οι συγγραφείς της αναγνώριζαν τα πιθανά λάθη στα οποία είχαν υποπέσει, καθώς και τις ελλείψεις που υπήρχαν, τόνιζαν όμως ότι η χρονική πίεση, την οποία είχαν να αντιμετωπίσουν λόγω της επικείμενης απογραφής, ήταν πολύ μεγάλη, ενώ θεωρούσαν ότι έπρεπε να αποφευχθεί η παράθεση «ξενικών» τοπωνυμίων στην ανακοίνωση των απογραφικών πινάκων. Τέλος σημείωναν πως ακόμα και ένα «άστοχο» ελληνικό όνομα ήταν προτιμότερο από τη διατήρηση του υπάρχοντος τουρκικού.
17 Αυγούστου 1921
Ανδριανούπολη
Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχειακή Συλλογή Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως Σωφρόνιου, ΑΒΕ 502, φάκελος 85γ, «Έκθεσις της επί αλλαγής των τοπωνυμίων Θράκης Επιτροπείας»