Το τοπωνυμικό απασχόλησε την ελληνική λογιοσύνη του 19ου αιώνα και εντάχθηκε στο πλαίσιο της γλωσσικής διαμάχης μεταξύ λόγιας και ομιλούμενης γλώσσας. Ο Αριστείδης Κυπριανός το 1861, διατύπωσε την πρώτη σχετική θέση προτείνοντας «την συναγωγή των απανταχού λέξεων και ιδιωμάτων» και τη σύνταξη «ιδιωτικών της γλώσσης», καθώς το θεωρούσε έργο «πολυωφελέστατον»: «διότι πρώτον μεν συνάγομεν την εθνικήν περιουσίαν της γλώσσης εις τι κεντρικόν ταμείον, ενώ βλέπομεν τι έχομεν και τι ελλείπει. Κατ’ αυτόν τον τρόπον θα πλουτισθή φυσικά η γραφομένη γλώσσα όχι με δανεικά και ξένα κεφάλαια, αλλά με ίδια και ελληνικά». Πηγές για την παραπάνω συναγωγή ο Α. Κυπριανός θεωρούσε τα ονόματα των χωριών και τις τοποθεσίες εκάστης πόλης και κώμης. Όπως όμως διαπίστωνε ο ίδιος: «τα γεωγραφικά ονόματα των πόλεων και κωμών, έτι δε ποταμών και ορέων του ελευθέρου Βασιλείου, κατά τους μελετήσαντες το πράγμα, είναι τα πλείστα σλαβικά. Και τις μεν ευρίσκει μόλις το ένατον των πάντων ελληνικά, άλλοι τα δύο δέκατα, και ο ελευθεριώτατος τα ημίση μόλις ελληνικά. Όπως και αν έχη, φαίνεται ότι πολλά είναι σλαβικά και ξενόφωνα».
Συνεχίζοντας όμως σημείωνε ότι «το εναντίον συμβαίνει κατά τας τοποθεσίας κώμη τις ή χωρίον με όνομα σλαβικόν έχει εξ, οκτώ και πολλάκις πλειοτέρας τοποθεσίας, καθ’ ας κείνται τα κτήματα εκάστου ιδιοκτήτου, τας πλείστας με ωραία ελληνικά ονόματα, ων πολλά διεσώθησαν από των αρχαιοτάτων χρόνων αδιάφθορα, και δύνανται να διαφωτίσωσιν ουκ ολίγον την αρχαίαν γεωγραφίαν και τοπογραφίαν». Ο ίδιος πρότεινε οι λέξεις να καταγράφονταν όπως ακριβώς προφέρονταν από τον πληθυσμό, διατηρώντας και διασώζοντας με τον τρόπο αυτό την τοπική διάλεκτο κάθε περιοχής. Η απλή καταγραφή της λέξης θα συνοδευόταν και από την έλλειψη ετυμολογίας: θεωρούσε άσκοπη την αναζήτηση του ετύμου των λέξεων, στη συγκεκριμένη περίπτωση των τοπωνυμίων, και πίστευε ότι η τυχόν αναζήτησή του θα αλλοίωνε τη γραφή ή την προφορά της λέξης.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1862, ο Στέφανος Κουμανούδης, αρχαιολόγος, γραμματέας για πολλά χρόνια της Αρχαιολογικής Εταιρείας και συνεκδότης του περιοδικού Φιλίστωρ, συνηγορούσε στην πρόταση του Κυπριανού για σύνταξη νεοελληνικού Λεξικού με τη βοήθεια των κατά τόπους δασκάλων του ελληνικού Κράτους. Πρότεινε στους επιφορτισμένους με τη συναγωγή του υλικού να προκρίνουν τη φωνητική γραφή και να μην εξωραΐζουν και εξελληνίζουν τις ιδιωματικές λέξεις κατά την αττική διάλεκτο, ώστε οι «κατεργαστές» του υλικού να μπορέσουν να αποδώσουν πιστότερα τις εν λόγω λέξεις και ονομασίες. Για αυτούς τους «κατεργαστές», που θα επιμελούνταν την πρώτη ύλη, ο Κουμανούδης επέμενε ότι έπρεπε «πάντως να γνωρίζωσι προς άλλαις γλώσσαις και την Αλβανικήν και έτι μάλλον την Σλαβονικήν, μάλιστα δια την εξέτασιν των γεωγραφικών ονομάτων μας. Άνευ των Σλαβονικών ουδέ βήμα θα δυνηθώσι να κάμωσι [οι κατεργαστές], τούτο, ει και πικρόν ακούσαι, αληθέστατον όμως είναι, και ας με πιστεύωσιν όσοι θέλουσιν». Επαναλάμβανε την πρόταση που είχε κάνει στο παρελθόν στην Κυβέρνηση, μέσω άρθρου του σε εφημερίδα, για την πρόσληψη δασκάλου της Σλαβωνικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο, αφενός γιατί η γνώση της γλώσσας ήταν χρήσιμη και αφετέρου γιατί με την κίνηση αυτή θα αναπτύσσονταν φιλικές σχέσεις ανάμεσα στους δύο γειτονικούς λαούς, σχέσεις που θα μπορούσαν μελλοντικά να αποδεικνύονταν αμοιβαία ωφέλιμες.
1862
Αθήνα
Αριστείδης Κυπριανός, «Προτροπή εις σύνταξιν ιδιωτικών της νέας ελληνικής γλώσσης», Φιλίστωρ, τόμος Γ΄, τεύχος Α΄, Αθήνα 1862, σ. 2-4
Στέφανος Α. Κουμανούδης, «Παρατηρήσεις τινές εις το περί συντάξεως ιδιωτικών της νέας ελληνικής γλώσσης άρθρον του Αριστείδου Κυπριανού…», Φιλίστωρ, τόμος Γ΄, τεύχος Β΄, Αθήνα 1862, σ. 135-139