Στο υπ’ αριθμόν 125 φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, με ημερομηνία 8 Ιουνίου 1909, δημοσιεύτηκε το Βασιλικό Διάταγμα «περί συστάσεως Επιτροπείας προς μελέτην των τοπωνυμίων της Ελλάδος και εξακρίβωσιν του ιστορικού λόγου αυτών». Η υπό σύσταση Επιτροπή θα γνωμοδοτούσε για τη μεταβολή τόσο των «αλλόγλωσσων» ή «κακόφωνων» ονομάτων που δεν είχαν «ιστορική αξία» όσο και για τοπωνύμια που είχαν μετονομαστεί μετά τη σύσταση του Κράτους αλλά στο μεταξύ είχαν θεωρηθεί ακατάλληλα για διάφορους λόγους. Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του υπουργού Εσωτερικών, θα εφαρμοζόταν ένα ενιαίο σύστημα κριτηρίων για την επιλογή των νέων ονομάτων, κύριο στοιχείο του οποίου θα ήταν η συστηματική «επιστημονική» μελέτη. Ο υπουργός Εσωτερικών Ν. Δ. Λεβίδης και συνολικότερα η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσαν επιτακτική ανάγκη την αλλαγή των τοπωνυμίων γιατί τα «ξενικά στοιχεία», που είχαν εισχωρήσει στο τοπωνυμικό είχαν εκτοπίσει τα «παλαιότερα ελληνικά ονόματα». Τα «αλλόγλωσσα» τοπωνύμια συσχετίζονταν με «εθνικές συμφορές και ταπεινώσεις». Κατά συνέπεια, η αντικατάστασή τους αναδεικνυόταν σε «συμπλήρωμα της απελευθερώσεως και της εξαλείψεως παντός ίχνους των προτέρων εθνικών δυσπραγιών». Τα «βάρβαρα» τοπωνύμια είχαν «επιβλαβή μορφωτικήν επήρειαν» στους κατοίκους, «συστέλλοντα και ταπεινούντα το φρόνημα αυτών» αλλά κυρίως παρείχαν «ψευδή υπόνοιαν της εθνικής συστάσεως του πληθυσμού των χωρίων εκείνων, ων τα «ξενικά» ονόματα ηδύναντο να εκληφθώσιν ως μαρτυρούντα και ξενικήν καταγωγήν».
Υπό την προεδρία του καθηγητή Λαογραφίας Ν. Γ. Πολίτη, το έργο της εύρεσης «εύηχων και όμορφων» ονομάτων ανέλαβαν επιφανείς καθηγητές πανεπιστημίου, όπως ο Σπ. Λάμπρος (ιστορικός), ο Γ. Χατζηδάκις (γλωσσολόγος), ο Γρ. Βερναρδάκης (φιλόλογος), ο Χρ. Τσούντας (αρχαιολόγος), ο Π. Καββαδίας (αρχαιολόγος), ο Κ. Ν. Ράδος (καθηγητής Ναυτικής Ιστορίας), ο έφορος αρχαιοτήτων Γ. Σωτηριάδης, ο Κλ. Στέφανος, διευθυντής του Ανθρωπολογικού Μουσείου, και οι λόγιοι, Δ. Γρ. Καμπούρογλου και Κ. Παπαμιχαλόπουλος. Στην Επιτροπή συμμετείχαν επίσης ανώτατα στελέχη της δημόσιας διοίκησης επιφορτισμένα με απογραφικές και χαρτογραφικές αρμοδιότητες, όπως ο Αρ. Βάμπας, τμηματάρχης του Υπουργείου Εσωτερικών, ο Μ. Χρυσοχόος, χαρτογράφος και ο Γ. Χωματιανός διευθυντής της υπηρεσίας απογραφής του πληθυσμού.
Στο Βασιλικό Διάταγμα συμπυκνωνόταν το πρόβλημα αλλά και η λύση του, σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη: τα «κακόφωνα και τα ξενόφωνα» τοπωνύμια έπρεπε να αντικατασταθούν με «εύηχα και ελληνικά» ώστε και οι κάτοικοι να τα συνηθίσουν και να τα χρησιμοποιήσουν για να σταματήσουν οι νύξεις για την εθνική σύσταση του πληθυσμού. Έτσι, μαζί με τα «βάρβαρα» τοπωνύμια, θα περνούσαν στη λήθη τα χρόνια της τουρκικής κατάκτησης και θα προστατευόταν το Ελληνικό Βασίλειο από «έξωθεν απειλές». Συνεπώς, ο στόχος δεν ήταν άλλος από τον εξελληνισμό του χάρτη και την τόνωση του εθνικού φρονήματος.
8 Ιουνίου 1909
Αθήνα
ΦΕΚ 125/Α, 8 Ιουνίου 1909