ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, 1831-2011

Μετά από συστηματική αποδελτίωση των ΦΕΚ για τον εντοπισμό των μετονομασιών, προέκυψε πως από το 1831 έως το 2011 πραγματοποιήθηκαν 4.980 μετονομασίες. Οι μετονομασίες δεν αντιστοιχούν σε ισάριθμους οικισμούς, καθώς πολλοί οικισμοί μετονομάστηκαν παραπάνω από μία φορά.

Οι πράξεις μετονομασιών μπορούν να διακριθούν σε τρεις διαφορετικές περιόδους. Η πρώτη περίοδος ξεκινά το 1833, όπου και εντοπίζονται οι πρώτες μετονομασίες και τελειώνει το 1908, όταν το Υπουργείο Εσωτερικών αποφασίζει να προχωρήσει στη δημιουργία της Επιτροπής Τοπωνυμιών για να αντιμετωπίσει περισσότερο οργανωμένα και συντονισμένα το ζήτημα. Η δεύτερη περίοδος αφορά τα χρόνια λειτουργίας της Επιτροπής, όπου και πραγματοποιήθηκε η πλειονότητα των μετονομασιών. Αν και η Επιτροπή είχε ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος του έργου της αρκετά νωρίτερα, το 1940 θεωρείται σημείο ορόσημο μιας και στην απογραφή εκείνης της χρονιάς σημειώθηκαν πολλές διορθώσεις τοπωνυμίων, ολοκληρώνοντας τον κύκλο των μετονομασιών της περιόδου. Η τρίτη και τελευταία περίοδος ξεκινά το 1941 και ολοκληρώνεται το 2011 με τη διοικητική μεταρρύθμιση «Καλλικράτης».


 
 

Τη περίοδο 1833-1908 πραγματοποιήθηκαν 192 μετονομασίες, από τις οποίες οι 109 εντοπίζονται στα πρώτα χρόνια του ελληνικού βασιλείου και συγκεκριμένα στην περίοδο της Αντιβασιλείας (1833-1835), όταν πραγματοποιήθηκε η διοικητική διαίρεση του νεοσύστατου κράτους. Κατά την οργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης πραγματοποιήθηκε επιλεκτική μετονομασία των Διοικήσεων, των Υποδιοικήσεων και των πρωτευουσών των Δήμων. Με τον τρόπο αυτό μετονομάστηκε το τοπωνυμικό του νεοσύστατου Βασιλείου, σε θεσμικό, τουλάχιστον, επίπεδο χωρίς ιδιαίτερη οργάνωση και συστηματική τεκμηρίωση. Από τις μετονομασίες αυτές αναδεικνύεται πως πρόθεση των κρατικών αρχών ήταν η μετονομασία της έδρας του κάθε νεοσύστατου δήμου. Το 1833, για παράδειγμα, ο οικισμός Ζητούνι, έδρα του μετέπειτα Δήμου Λαμίας, στο νομό Φθιώτιδας μετονομάστηκε σε Λαμία. Την ίδια στιγμή οι υπόλοιποι οικισμοί του ίδιου δήμου, όπως π.χ. η Φούρκα, η Τσουπαλάτα, το Μπεκί και το Σαρμουνασκλή, διατήρησαν την ονομασία τους, έστω και αν αυτή ήταν ξενικής προέλευσης. Η μετονομασία πλήθους οικισμών της επικράτειας προϋπέθετε μια μακρόχρονη και ιδιαίτερα συστηματική επεξεργασία, η οποία δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί τόσο άμεσα. Αξίζει να σημειωθεί πως μόνο 31 από τους 109 οικισμούς, που μετονομάστηκαν την περίοδο της Αντιβασιλείας, διατήρησαν τη νέα ονομασία τους, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους 78, οι οποίοι ήδη από το 1836 μεταστράφηκαν και επέστρεψαν στην παλαιά ονομασία τους σε επίσημα έγγραφα.

Ελάχιστες μετονομασίες ξέφυγαν από τον κανόνα απόδοσης ονομάτων από την περίοδο της κλασικής αρχαιότητας. Στις εξαιρέσεις περιλαμβάνονταν κυρίως ρωμαϊκές, βυζαντινές, και φραγκικές ονομασίες (π.χ. Απία, Εξαμίλιον και Σαντορίνη), αγιώνυμα (π.χ. Αγία Παρασκευή, Άγιος Γεώργιος), όπως και αρχαιότροπες μεταβολές (π.χ. από Καλαμάτα σε Καλάμαι και από Τριπολιτσά σε Τρίπολις). Οι περιοχές που συγκέντρωσαν τις περισσότερες μετονομασίες ήταν η Αργολίδα και η Κορινθία, οι οποίες, τόσο εκείνη την περίοδο όσο και για αρκετό καιρό αργότερα, ήταν συνενωμένες σε μία διοικητική οντότητα.


Μετονομασθέντες οικισμοί (1833-1909), Πηγή: Εφημερίδα της Κυβέρνησης (1831-2011)

Περίπου το ¼ των μετονομασιών μέχρι το 1909 (50 πράξεις) πραγματοποιήθηκαν σε αυτήν την περιφέρεια, όλες μεταξύ 1833 και 1835. Η συγκέντρωση αυτή οφείλεται, ενδεχομένως, στο γεγονός ότι η πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους ήταν το Ναύπλιο, συνεπώς ήταν περισσότερο επιτακτική η ανάγκη ανάδειξης της σύνδεσης με το αρχαίο παρελθόν. Επιπλέον, η σύνδεση αυτή μπορούσε σχετικά εύκολα να τεκμηριωθεί, καθώς αφορούσε μία από τις περιφέρειες με γνωστά αρχαιολογικά ευρήματα και κατάλοιπα. Το ίδιο ίσχυε και για τις Κυκλάδες και την Αρκαδία που ακολουθούσαν με 23 και 22 μετονομασίες αντίστοιχα.

Στις περιοχές που εντάχθηκαν μετέπειτα στην ελληνική επικράτεια δεν σημειώθηκε μεγάλος αριθμός μετονομασιών. Για παράδειγμα, στις περιοχές με τις λιγότερες μετονομασίες συγκαταλέγεται η Λάρισα, παρά την τουρκική ετυμολογία της πλειονότητας των ονομάτων που έφεραν οι οικισμοί της. Πραγματοποιήθηκαν μόνο 9 μετονομασίες μέχρι το 1909, ενώ οι υπόλοιπες σε μεγάλο βαθμό στον Μεσοπόλεμο, αρκετά χρόνια μετά την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος. Ελάχιστες μετονομασίες συναντούμε και στη Λακωνία (7), ενδεχομένως λόγω της τεταμένης σχέσης των τοπικών ηγετικών παραγόντων με την κεντρική εξουσία στα πρώτα χρόνια του ελληνικού βασιλείου, όταν έγιναν εξάλλου οι περισσότερες μετονομασίες της περιόδου. Τέλος, η έλλειψη μετονομασιών σε ορισμένους νομούς μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο στην περίπτωση της Εύβοιας, η οποία, αν και ανήκε ουσιαστικά στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, πρακτικά ενσωματώθηκε το 1833, λόγω των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων για τις αποζημιώσεις των οθωμανικών περιουσιών.

Όπως καταδεικνύεται, μέσα από ένα σώμα εισηγήσεων και συνημμένων εγγράφων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, των ετών 1870-1914, που εντοπίστηκε στο Ιστορικό Αρχείο Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού η αλλαγή των ονομάτων των οικισμών και των δήμων, τουλάχιστον στην εν λόγω περίοδο, δεν ήταν πρωτοβουλία αποκλειστικά της κεντρικής πολιτικής εξουσίας, αλλά μια διαδικασία που εκκινούσε συχνά από τις τοπικές κοινωνίες, μέσω σχετικών αιτήσεων των δημοτικών συμβουλίων. Οι αιτήσεις αυτές κατέληγαν στο Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο στη συνέχεια τις προωθούσε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, ως κατεξοχήν αρμόδια να εξετάσει την ιστορική ακρίβεια των προτεινόμενων ονομάτων και γενικότερα να επιλέξει τις κατάλληλες ονομασίες με βάση την αρχαία ή νεότερη ιστορία και τοπογραφία της εκάστοτε περιοχής.

Οι λόγοι που οδηγούσαν στην κατάθεση ενός τέτοιου αιτήματος ήταν διάφοροι. Βασικότερος, ήταν η ξενική προέλευση ενός τοπωνυμίου (κυρίως τουρκική, αλβανική και σλαβική) και ακολουθούσαν η αναντιστοιχία της ονομασίας με την ιστορία ή την τοπογραφία της περιοχής, η ομωνυμία μεταξύ οικισμών, που ανήκαν είτε στην ίδια είτε σε διαφορετική γεωγραφική περιφέρεια και η ετυμολογική συγγένεια ενός τοπωνυμίου με λέξεις και έννοιες της καθομιλουμένης με αρνητική ή και σκωπτική σημασία, π.χ. το χωριό Βλάκα στη Μεσσηνία. Tα δημοτικά συμβούλια είτε ζητούσαν από τις αρμόδιες αρχές να εντοπίσουν κατάλληλες ονομασίες είτε έκαναν συγκεκριμένες προτάσεις. Αυτές περιείχαν κατά κανόνα ονομασίες εμπνευσμένες από την κλασική αρχαιότητα και σύμφωνες με περιγραφές της περιοχής από αρχαίους γεωγράφους, όπως ο Παυσανίας, ξένους περιηγητές όπως ο Leake ή τοπικούς λογίους. Για παράδειγμα, το 1870, για τη μετονομασία του χωριού Μουσταφά Πασά στη Μεσσηνία προτάθηκε η ονομασία που είχε ήδη ο δήμος, δηλαδή «Αριστομένης», προς τιμή του αρχηγού των αρχαίων Μεσσήνιων κατά τον Β΄ Μεσσηνιακό Πόλεμο. Αντίστοιχα, το 1898, για το χωριό Πλάτανος στην Αχαΐα, ο δήμος πρότεινε τη μετονομασία του σε Κράθις, λόγω της εγγύτητας με τον ομώνυμο ποταμό, ο οποίος είχε ήδη λάβει την αρχαία του ονομασία.

Η ιδιαίτερη βαρύτητα που δόθηκε στην κλασική αρχαιότητα για τη σύνθεση του νέου τοπωνυμικού χάρτη δεν προκαλεί εντύπωση, καθώς αυτή αποτέλεσε κεντρικό σημείο αναφοράς της πολιτικής του ελληνικού κράτους από την πρώτη στιγμή της σύστασής του. Στις αποφάσεις και στα ψηφίσματα των δημοτικών συμβουλίων η απάλειψη των ξένων τοπωνυμίων χαρακτηρίζεται συχνά ως εθνική ανάγκη και χρέος προς τους αρχαίους προγόνους. Τα ξένα ονόματα υπενθύμιζαν τα χρόνια της «δουλείας» και της «τυραννίας», δηλαδή την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας και προσέβαλαν τη χριστιανική θρησκεία και την αξιοπρέπεια εν γένει του ελληνισμού.

Αν και η διαδικασία αλλαγής των τοπωνυμίων υποστηρίχθηκε, μέσω της συμμετοχής της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, με επιστημονικό κύρος, τα αποτελέσματα υπήρξαν πενιχρά. Η αντιπαραβολή του αρχειακού υλικού με τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών κατέδειξε πως ελάχιστες από τις αιτήσεις των δημοτικών συμβουλίων έγιναν εκείνη την περίοδο αποδεκτές, ακόμη και αν είχε προηγηθεί θετική εισήγηση του Γενικού Εφόρου Αρχαιοτήτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, παρατηρήθηκε το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή να πραγματοποιείται μια μετονομασία, ενώ προηγουμένως οι αρχαιολογικές υπηρεσίες είχαν εκφραστεί αρνητικά. Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν πως η διαδικασία μετονομασίας ενός δήμου ή οικισμού ήταν ιδιαίτερα σύνθετη και ενδεχομένως απαιτούσε ευρείες συναινέσεις μεταξύ των διάφορων φορέων που είχαν εμπλοκή.

Η απόφαση για την διάλυση των πολυκοινοτικών δήμων στις αρχές του 20ού αιώνα ξανάφερε στην επιφάνεια το σύνολο των θεωρούμενων «ξενόφωνων και κακόηχων» τοπωνυμίων, που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν «καλυφθεί» από τα αρχαιοελληνικά ονόματα των Δήμων. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό το 1909 το υπουργείο Εσωτερικών προχώρησε στη σύσταση της «Επιτροπείας προς μελέτην των τοπωνυμίων της Ελλάδος και εξακρίβωσιν του ιστορικού λόγου αυτών». Η υπό σύσταση Επιτροπή θα γνωμοδοτούσε για τη μεταβολή τόσο των «αλλόγλωσσων» ή «κακόφωνων» ονομάτων που δεν είχαν «ιστορική αξία», όσο και για τις ονομασίες οικισμών που είχαν αλλάξει μετά τη σύσταση του Κράτους, αλλά στο μεταξύ είχαν θεωρηθεί ακατάλληλες για διάφορους λόγους. Οι παραπάνω κατευθύνσεις αποτυπώνονταν και στη σύνθεση της Επιτροπής. Υπό την προεδρεία, του Ν. Γ. Πολίτη, το έργο της εύρεσης «εύηχων και όμορφων» ονομάτων ανέλαβαν επιφανείς καθηγητές πανεπιστημίου, έφοροι αρχαιοτήτων, λόγιοι, και ανώτατα στελέχη της δημόσιας διοίκησης επιφορτισμένα με απογραφικές και χαρτογραφικές αρμοδιότητες.

Το δεύτερο σημαντικό γεγονός αποτελεί ο διπλασιασμός της ελληνικής επικράτειας μετά την νικηφόρα έκβαση των Βαλκανικών και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την ενσωμάτωση της Κρήτης, της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης. Μεγάλο τμήμα των οικισμών των περιοχών αυτών –ιδιαίτερα της Μακεδονίας και της Θράκης- έφεραν κυρίως τουρκικές και σλαβικές ονομασίες, με αποτέλεσμα να αποτελεί επιτακτική ανάγκη η μετονομασία τους. Η παραπάνω επιτροπή σε συνεργασία με τοπικούς φορείς και κατά τόπους επιτροπές θα αναλάμβανε το παραπάνω έργο. Ουσιαστικά όμως δεν συνέβη αυτό. Το 1922 το υπουργείο Εσωτερικών προχώρησε σε ριζική αλλαγή των τοπωνυμίων της Θράκης, παρά την διαφωνία της αρμόδιας Επιτροπής. Το μεγάλο κύμα των μετονομασιών πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1926-1928, όπου σημειώθηκαν στο σύνολο της Ελληνικής Επικράτειας 2.579 μετονομασίες, οι περισσότερες από τις οποίες στην Μακεδονία. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι στον Νομό Δράμας καταγράφτηκαν 222 μετονομασίες, στο Νομό Θεσσαλονίκης 154, και στον Νομό Κιλκίς 233.

Στην περίοδο από το 1940 έως το 2011, πραγματοποιήθηκαν 1.293 μετονομασίες οικισμών, οι οποίες στην πλειονότητά τους σχετίζονται με την επιθυμία να είναι εύφωνα και εύηχα τα τοπωνύμια ή να διορθωθούν άστοχες μετονομασίες του παρελθόντος. Για παράδειγμα, το Γκίμποβο ή Γκίμνοβο, βόρεια της Νάουσας, το 1929 μετονομάστηκε σε Λευκόγεια, το 1940 σε Νέα Στράντζα, ενώ το 1954 σε Ροδακινιά. Το Γκρόπινο (Γρόπινο) θα μετέπειπτε σε Τρόπινο, το οποίο με τη σειρά του μετονομάστηκε σε Βαλτολείβαδο στην απογραφή του 1940, για να ονομαστεί τελικά Δάφνη είκοσι χρόνια αργότερα. Την ευθύνη και την αρμοδιότητα για τις μετονομασίες μετά τον Ιούνιο του 1945 ανέλαβε το Συμβούλιο των Τοπωνυμίων που συγκροτήθηκε από τον υπουργό Εσωτερικών. Το όργανο αυτό παραμένει ενεργό μέχρι και σήμερα με υπηρεσιακούς φορείς και επικυρωτικές και διαχειριστικές περισσότερο αρμοδιότητες.